‘‘Έφτασε στο διαμέρισμα στις πεντέμιση κι έκανε ένα ντους. Μετά πήγε στο κουτί που είχε στο κάτω μέρος της ντουλάπας του κι έβγαλε το μακρύ, ισορροπημένο μαχαίρι που είχε πάρει από τον Μαρξ Χέλλερ. Διάλεξε μια ελαφριά θήκη από μαλακό δέρμα και έδεσε το μαχαίρι στην αριστερή του κνήμη από το μέσα μέρος. Μετά φόρεσε το παντελόνι μιας πυτζάμας και κοιτάχτηκε στον μακρύ καθρέφτη στην πόρτα της ντουλάπας. Κάτω από τη φαρδιά πυτζάμα δεν φαινόταν τίποτα. Αυτό θα χρησιμοποιούσε. Θα φορούσε ένα 38άρι Μάγκνουμ σε θήκη στη μασχάλη, και όταν θα ερχόταν η ώρα να πέσουν στο κρεβάτι, θα έβγαζε το πιστόλι φανερά, ώστε να τον βλέπει τι κάνει, και θα το κρεμούσε στη ράχη μιας καρέκλας μακριά από το κρεβάτι. Μετά, θα έπεφτε στο κρεβάτι μαζί της και θα περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να της χώσει το μαχαίρι. Ήθελε να το κάνει με τον πιο ανώδυνο, τον πιο γρήγορο τρόπο. Ήθελε να μην προλάβει καν να καταλάβει ότι την καθάριζε…»