Σ αυτό που έκανε, ήταν ο καλύτερος. Ένας χαμαιλέοντας αόρατος... άπιαστος, Κι η αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να πιάσει έναν αόρατο άνθρωπο;
Ήταν ένα πολύ κρύο, πολύ φωτεινό πρωινό στο φυσικό καταφύγιο Κάρλος Έιβρι -αρκετά κρύο, ώστε το πτώμα που κείτονταν εκεί να διατηρείται σε καλή κατάσταση, και αρκετά φωτεινό, ώστε η πολιτειακή ντετέκτιβ να το δει οπωσδήποτε. Υπήρχε κάτι γνώριμο σ αυτές τις τομές από μαχαίρι, πίστευε η ίδια - όμως η αστυνομία της Μινεάπολης απέρριπτε τις θεωρίες της κι η καινούργια αρχηγός της Ασφάλειας είχε ν αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα: οι αστυνομικοί ήταν επιφυλακτικοί μαζί της, ο κόσμος πίστευε πως εξυπηρετούσε περισσότερο τα πολιτικάντικα συμφέροντά της κι οι φεμινίστριες την είχαν για πουλημένη. Κι αυτός ο φόνος, π ανάθεμά τον, της είχε καθίσει για τα καλά στο σβέρκο.
Μην έχοντας άλλη διέξοδο, η αρχηγός ζητάει τη βοήθεια του Λούκας Ντάβενπορτ, κι εκείνος, απρόθυμα, της την προσφέρει. Ακόμα δεν έχει αναρρώσει καλά καλά από τον περσινό -παραλίγο θανατηφόρο- τραυματισμό του και τώρα, για πρώτη φορά, προσπαθεί να βάλει σε μια τάξη τη ζωή του με μια γυναίκα. Ο Λούκας έχει λύσει τα προσωπικά του ζητήματα. Όμως σ αυτόν το φόνο και σ έναν άλλο παρόμοιο -με το πτώμα που βρέθηκε μέσα σ έναν κάδο απορριμάτων- κάτι του κεντρίζει το ενδιαφέρον. Κι όσο εξετάζει αυτά τα εγκλήματα, τόσο σιγουρεύεται πως η ντετέκτιβ έχει δίκιο. Υπάρχουν κάτι ανησυχητικές ομοιότητες στα τραύματα, όχι μόνο σ αυτές τις δύο περιπτώσεις, αλλά, πιθανώς, και σε κάμποσες ακόμα. Κάπου εκεί έξω, παραμονεύει ένας δολοφόνος ασυνήθιστα ικανός και άγριος. Κι αν ο Λούκας έχει υπολογίσει σωστά, αυτή την ώρα προετοιμάζεται το επόμενο έγκλημα...